πευστήριος

πευστήριος
πευσ-τήριος, α, ον,
A of or for inquiry, ὅπως πευστηρίαν θοινασόμεσθα (sc. θυσίαν) a sacrificial feast for learning the will of the gods, cj. for παστηρίαν in E.El.835.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πευστήριος — ία, ον, Α [πεύθομαι] το θηλ. ως ουσ. ἡ πευστηρία η θυσία που γινόταν με σκοπό να διερευνήσουν, να μάθουν τις διαθέσεις και τη θέληση τών θεών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”